- οβελίτης
- ὀβελίτης, ὁ (Α)1. οβελίας2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῡ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀβελίτης — ὀβελί̱της , ὀβελίτης baked masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… … Dictionary of Greek
ὀβελίτου — ὀβελί̱του , ὀβελίτης baked masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)